Bolla

Ce kanea signuri ...
elèane ka e pateri, n'u sozi fìi
amartìa afse cìo pu emarìzane,
ekànnan na kkutèfsun tti ttassa.
Mìa forà o bonànima tu nànnimu
ìstinne sti mmassarìa tu Kiòferu.
Allora, toa ste mmassarìe ìkhan ton affitto,
però ìkhan puru e pprestaziune.
Ikhan na parun tossu kaddhu, o kaloceri,
tossa ... Arnìa. Tossu kilu tirì, tossa arnìa,
tosse rikotte ...
Motti èstase i Mali Prassaì,
ìkhan na pàrun to rukho jakai estaze Paska,
tossa agguà ...
Allora, o padruna ìstinne es' Sulitu,
ka ìan o Κarrozzini pu Sulitu,
ο nanimmu efòrtose o traino, efòrtose olo
to rukho, ce pirte sto padruna.
Motti èstase ecì o patruna ipe ...
Arte, toa, en e ka ìbbie c'èrkatto
sakundu àrtena mi mmajina,
ka lei: na! mian ora pao c'erko.
Eperne mian ghiurnata na tarassis
attu Kiòferu ce na pai ce n'arti apu Sulitu.
O padruna ipe: arte, ipe,
giakkè ka ìrtato, emènete, etrote ettu
ce poi ipe, ce depoi pate.
Ma! ipe o nànnimu ...
Allora, ipe kai sakundu teli.
Ipe o nànnimu ... O padruna:
esì, ipe, emarìzete o enghizi
na sas marèfsune kanea prama,
jakai ian mmali prassaì ce èkanne amartìe.
... to pòpolo!
Olo to gheno toa erispette i leggi na mi marìsune
Ipe o nànnimu, me kkalè manere, ìu ipe:
Signorino, ipe, cìo pu trois esu etrome emì! ...
Nde, ipe cìo!
Evò, ipe.
Esì e' sòzete fai cìo pu trome emì,
ka emì, ìpe, na sòzome fai cìo pu etèlome,
es oli tti quaresima, ekkuteme i bolla.
E bolla ìane mìa tassa.
Stin agglisìa e pateri epprofittèane
na kuttèfsun ti bbolla e signuri
ka ikhan na fane ...
perché cini o t'ukhane ce telan puru n'o fane.
A ttokhuddhia e' kkuten tìpiti
ce e' sòzan faì tìpoti.
E' sòzan fai tìpoti ...
A ttekhùddhia puru e furcine ...
Si; eplènane, es plènane,
motti spicce karnivaja eplèna te ffurcine
... sandè toa ...
en ene mai poddhì sakundu àrtena
ka plènome tikanè, puru ta dàttila.
Allora plènan te ffurcine mini
kanea spirìn grasso ka ... ettusimà.
...
Però cini, ka ìkhane ekkutèan ti bbolla
ce sòzan fai cìo pu telun.
O nànnimu tosson èmine.
Ipe, allora ìus ene?
E signuri, mu ssordu, ekkutene
ce sòzun puru fai,
a ttokhùddhia e' sozan fai ka e' t'ukhane,
ma puru ka t'ukhane e' sòzan kkutefsi,
ce allora ... Pensa ka t'agglisìa toa approfitte
puru pu pau stu ... , puru pa stu khrondù, pa stu
propretàriu, epprofitte na sfruttefsi
puru i tassa na kkutèfsun na fane.
Ce e pateri ti tròane?
E pateri, depoi e ttus tori tinò
«Fratelli in chiesa» elèan cini
ma non in pignatta.
E mànamu panta mu ele ka mìa forà
pirte na pari i rikotta sto patera, es Kascignana.
Eh! Si, si, embike cessu, ce ìone quarèsima,
ce ide olo o kalò tu Kristù.
Ce ipe, meh!
Ipe o patera: ros e' kordònnete ...
... esòsete fai panta. Esòsete fai panta.
Ma o fatto esseri pos ìane?
Ka già cini t'ukhane ce o tròane
ros e' kordòsane,
a ttokhuddhia quasi quasi ka mènan
tin okkassiuna atti quarèsima,
na mi ... na mi fane, ka, spirì ka e' t'ukhane,
a spirì ... min skusa atti quarèsima
sparagnèan puru kanea kuddhurai
puru ka t'ukhane, ja motti spiccei i quarèsima.
Allora èkanne mia strada ce dìo servizi.

Μπόλλα

Και μερικές κυρίες ...
έλεγαν ότι οι παπάδες, για να τους αφαιρέσουν
την αμαρτία για το απαγορευμένο που έτρωγαν,
τους έκαμναν να πληρώσουν τη μπόλλα.
Μια φορά, ο συγχωρεμένος ο παππούς μου,
δούλευε στη μασσερία του Θεόφιλου.
Τότε λοιπόν στις μασσερίες είχαν το νοίκι,
αλλά είχαν επίσης και υποχρεώσεις.
Έπρεπε να δώσουν τόσα κοκκόρια, το καλοκαίρι,
τόσα ... Αρνιά. Τόσα κιλά τυρί, τόσα αρνιά
τόσες ρικότες ...
Μόλις έφτασε Μεγάλη Παρασκευή,
έπρεπε να πάνε τα πράγματα γιατί πλησίαζε Πάσχα,
τόσα αυγά ...
Λοιπόν, το αφεντικό έμενε στο Σολέτο,
που ήταν ο Καροτσίνι από το Σολετο,
ο παππούς μου φόρτωσε το κάρο, φόρτωσε όλα
τα πράματα, και πήγε στο αφεντικό.
Όταν έφτασε εκεί τ'αφεντικό του είπε,
τώρα, τότε, δεν πηγαινοερχόσουν
όπως σήμερα με το αυτοκίνητο,
που λες: να! Πάω κι'έρχομαι σε μια ώρα.
Έπαιρνε μια μέρα να πάς
στου Θεόφιλου και να πας και να'ρθεις από το Σολέτο.
Το αφεντικό είπε: τώρα, είπε
μια που ήρθατε, περιμένετε, τρώτε εδώ
και μετά είπε, και μετά πάτε.
Μα ! Είπε ο παππούς μου ...
Τότε, είπε κάνε όπως θέλεις.
Είπε ο παππούς μου ... Τ'αφεντικό:
εσείς είπε, μαγαρίζετε (τρώτε λίπος) ή πρέπει
να σας μαγειρέψουνε κανένα πράμα,
γιατί ήταν Μεγάλη Παρασκευή και έκανες αμαρτία.
... ο κόσμος!
Όλος ο κόσμος τότε σεβόταν την αρχή να μην φάνε αρτύσιμα.
Είπε ο παππούς μου, με καλό τρόπο, έτσι είπε:
Αφεντικό, είπε, αυτό που τρως εσύ, τρώμε κι'εμείς!
Όχι είπε εκείνος !
Εγώ είπε.
Εσείς δεν μπορείτε να φάτε αυτό που τρώμε εμείς,
γιατί εμείς, είπε, για να φάμε αυτό που θέλουμε,
σε όλη τη Σαρακοστή, πληρώνουμε την μπόλλα.
Η μπόλλα ήτανε μία εισφορά.
Στην εκκλησία οι παπάδες εκμεταλλεύονταν
να κάνουν να πληρώσουν τον φόρο τ'αφεντικά
που είχαν να φάνε ...
γιατί αυτοί τα είχανε και ήθελαν επομένως να φάνε.
Τα φτωχαδάκια δεν πλήρωναν τίποτα
και δεν μπορούσαν να φάνε τίποτα.
Δεν μπορούσαν να φάνε τίποτα ...
Τα φτωχαδάκια μέχρι και τα πιρούνια ...
Ναι· πλένανε, τα πλένανε,
όταν τέλειωνε το καρναβάλι πλένανε τα πιρούνια
... αν τυχόν, αλλιώς τότε ...
δεν είναι ποτέ πολύ όπως τώρα
που τα πλένουμε όλα, ακόμη και τα δάχτυλα.
Τότε έπλεναν τα πιρούνια μη τυχόν έμενε
λίγο λίπος που ... εδώ κοντά.
...
Όμως εκείνοι, που τα είχανε πλήρωναν τη μπόλλα
και μπορούσαν να τρώνε αυτό που ήθελαν.
Ο παππούς μου ταράχτηκε.
Είπε, λοιπόν έτσι είναι ;
Οι κύριοι, με τα λεφτά, πληρώνουν
και μπορούν και να φάνε,
τα φτωχαδάκια δεν μπορούσανε να φάνε που δεν τα είχαν,
αλλά και να τα είχαν δεν μπορούσαν να πληρώσουν,
και τότε ... Σκέψου ότι η εκκλησία τότε εκμεταλλευόταν
και τους ... , και τους πλούσιους, τους
ιδιοκτήτες, επωφελείτο και εκμεταλλευόταν
και τον φόρο να πληρώσουν για να φάνε.
Και οι παπάδες τι τρώγανε ;
Τους παπάδες, λοιπόν, δεν τους έβλεπε κανείς.
«Αδελφοί στην εκκλησία, έλεγαν εκείνοι,
αλλά όχι στο τσουκάλι.»
Η μάνα μου πάντα μου έλεγε ότι μία φορά
πήγε να πάει την ρικότα στον παπά του Καστρινιάνο.
Ναι, ναι, μπήκε μέσα, και ήταν Σαρακοστή.
Και είδε τόσα αγαθά του Θεού.
Και είπε, με !
Και απάντησε ο παπάς : μέχρι που δεν χορταίνεις ...
... μπορείς να τρως πάντα. Μπορείς να τρως πάντα.
Μα το πράμα ξέρεις πως ήτανε ;
Ήδη εκείνοι είχανε και τρώγανε,
μέχρι να χορτάσουν,
τα φτωχαδάκια σχεδόν περίμεναν
την ευκαιρία της σαρακοστής,
για να μην ... για να μην φάνε, που, λίγο που δεν είχανε
λίγο ... με την δικαιολογία της σαρακοστής
εξοικονομούσαν και κάνα τυράκι
ακόμη και αν το είχαν, για όταν θα τελείωνε η σαρακοστή.
Έτσι έκαμνες ένα δρόμο και δύο δουλειές.

Φωνές :
Ανώνυμοι και Τζιουζέππε

© www.glossagrika.it                                                  20 - 04 - 2024