Doppu karnivali

Depoi, doppu karnivali?
Estaze e kuarèsima!
Apparte ka e kapetarnee
etroan panta akho ce làkhana e kristianè,
ka en ikhan dekkiui,
ma puru e ciuriacee.
Motti èstaze e ciuriacì,
en e' ka su vàddhatto o tirì apà sti ppasta
Ecipau sti ppasta e' t'ùsoze vali,
èkannes amartìa!
Ce allora ti kànnane,
epiànnane a spirì muddhika afse ruvana,
in grattèane, i ffrìane m'alai
ce in vàddhane ...
Tispu en ikhe manku t'alai
ce en ikhe manku na ... poddhì,
efseri ti gratte?
Fselucèrata!
Ta fseri ta fselucèrata?
Ta efsero ta fselucèrata ...
Ta grattèane, cìa èkhune a morzo ...
Na su fì e fantasìa ka ...
a morzo fse gliceo ce
vàddhane apà sti ppasta dopu ka vàddhan ...
An den èstaze Paska ...
a spirì sugo, evàddhato fselucèrata grattata.
Ce puru ian saranta ghiurnae,
ettà addomae, esse ettà addomae.
Ce mas kuntèane cìe ka ikhan te massarìe,
ka manko o skero os èddie e mana os pedìo tu.
ka kannan amartìe.
I rikotta i piànnane
e' tti ppulusan manku ka
e' tti vvòraze tinò mim marìsune.
Min marìsune, si!
Allora ... in vàddhane ces mìa fìskia
ce kannan tti marzòtiki.
Ka depoi in grattèane motti ediavenne
ka spicce i ... Eghènato
fserì sakundu o tirì.
Ce ekko ka emìnane marzòtike,
perké ... olos o marti e' cirka panta kuarèsima.
E' sozan pìi o skero, e' sozan fai rikotta
ce kànnan te mmarzòtike.
Appena ègunne eghènato o Paska,
ekanna to tirì, e' penzean pleo
ce guàddhan rikotte, cìo pu ikhe ikhe.

Μετά το καρναβάλι

Και ύστερα, μετά το καρναβάλι ;
Έφτανε η Σαρακοστή !
Εκτός που τις καθημερινές
έτρωγαν πάντα μπιζέλια και λαχανικά οι άνθρωποι
που δεν είχαν άλλο,
αλλά και τις Κυριακές.
Όταν έφτανε η Κυριακή
δεν είναι ότι σου έβαζαν τυρί στα μακαρόνια.
Πάνω στα μακαρόνια δεν μπορούσες να το βάλεις
έκαμνες αμαρτία !
Και τότε τι κάνανε,
έπαιρναν λίγη ψίχα από κριθαρένιο ψωμί,
την τρίβανε, την τηγανίζανε στο λάδι
και την βάζανε ...
Όποιος δεν είχε ούτε λάδι
και ούτε υπήρχε ... πολύ
ξέρεις τι έτριβε ;
Ξυλοκέρατα !
Τα ξέρεις τα ξυλοκέρατα ;
Τα ξέρω τα ξυλοκέρατα ...
Τα τρίβανε, εκείνα έχουν λίγη ...
Για να σου φύγει η φαντασία που ...
λίγη γλυκάδα και
βάζανε πάνω στα μακαρόνια, μετά που είχαν βάλει ...
Αν δεν ερχόταν Πάσχα ...
λίγη σάλτσα, βάζανε χαρούπια τριμμένα.
Και ήταν και σαράντα μέρες,
εφτά εβδομάδες· έξι, εφτά εβδομάδες.
Και μας διηγούνταν, εκείνες που είχαν τις μασαρίες,
ότι ούτε τον ορό (τυρόγαλα) έδινε η μάνα στα παιδιά της.
που έκαμναν αμαρτία.
Τη ρικότα την έφτιαχναν
και ούτε την πουλούσαν ...
δεν την αγόραζε κανείς για να μην παραβούν.
Για να μην μαγαρίσουνε (φάνε λίπος), ναι !
Λοιπόν την βάζανε σε ένα είδος καλαθιού
και έκαμναν την μαρτζότικη.
Που ύστερα την τρίβανε όταν πέρναγε,
που τέλειωνε η ... Γινόταν
ξερή σαν το τυρί
Και να που έμειναν (ονομάστηκαν) μαρτζότικες,
γιατί όλο το Μάρτη είναι πάντα σαρακοστή.
Δεν μπορούσαν να πιούνε το τυρόγαλα, να φάνε την ρικότα
και έκαμναν τις μαρτζότικες.
Μόλις έφτανε Πάσχα ...
έκαμναν το τυρί, δεν σκέφτονταν άλλο
;;; ρικότες, ότι υπήρχε, υπήρχε.

Φωνές :
Ανώνυμοι και Τζιουζέππε

© www.glossagrika.it                                                  18 - 04 - 2024